- ἴατρα
- ἴ̱ατρα , ἴατραdoctor's feeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίατρα — ἴατρα, ιων. τ. ἴητρα, τὰ (Α) 1. αμοιβή γιατρού για θεραπεία 2. ευχαριστήριες προσφορές για θεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, ώμαι + τρα (πρβλ. δίδακ τρα, εξέτασ τρα)] … Dictionary of Greek
ίητρα — ἴητρα, τὰ (Α) ιων. τ. βλ. ίατρα … Dictionary of Greek
θαύμακτρον — θαύμακτρον, τό (Α) χρήματα που δίνει κάποιος για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάζω με την κατάλ. τρον (κατά πληθ.) δηλωτική της τιμής (πρβλ. δίδακτρα, ίατρα «χρήματα για την πληρωμή τού γιατρού» κ.τ.ό.)] … Dictionary of Greek
ιατρείο — το (ΑΜ ἰατρεῑον, Α και ιων. τ. ἰητρεῑον) [ιατρεύω] ο χώρος στον οποίο ο γιατρός δέχεται τους ασθενείς για εξέταση μσν. αρχ. 1. η εκκλησία, ως «ἰατρεῑον τῶν ψυχῶν» 2. η προσευχή, ως «ἰατρεῑον τῶν πλημμελημάτων» αρχ. 1. μέσο θεραπείας 2. στον πληθ … Dictionary of Greek